νυκταλωπίασις

νυκταλωπίασις
νυκταλωπίασις
night-blindness
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • νυκταλωπίασις — νυκταλωπίασις, ἡ (Α) [νυκταλωπιώ] πάθηση κατά την οποία εξασθενεί η όραση τού ασθενούς στη διάρκεια τής νύχτας …   Dictionary of Greek

  • νυκτάλωψ — νυκτάλωψ, ωπος, ὁ και ἡ (Α) 1. αυτός που λόγω παθήσεως τών οφθαλμών βλέπει κατά τη διάρκεια τής νύχτας και όχι κατά τη διάρκεια τής ημέρας 2. αυτός που αδυνατεί να δει κατά τη νύχτα 3. αυτός που δεν βλέπει ούτε τη νύχτα ούτε την ημέρα 4. ως ουσ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”